-
1 ἐπιλάμπω
A shine after or thereupon, ἠέλιος δ' ἐπέλαμψε thereupon the sun shone forth, Il.17.650; of the moon, h.Merc. 141, Plu.2.044d, etc.;ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Hdt.8.14
, cf. 3.135; ἡμέρης ἐπιλαμψάσης when day had fully come, Id.7.13; alsoἔαρος ἐπιλάμψαντος Id.8.130
.2. shine upon (a place), abs., Hp.Aër.6, X.Cyn.8.1: c.dat.,φλόγες ἐ. ἄκροις τοῖς κέρασι Plu.Fab.6
;ὁ ἥλιος ἐπέλαμπε τῷ ἔργῳ Id.Arat.22
, cf. Theo Sm.p.121H.: metaph., οὔριος.. ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι,Κύπρι AP5.16
(Gaet.); τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐ. bring them new light; OGI194.20 (Egypt, i B.C.), cf. ib.669.7 (ibid., i A.D.).II. trans., make to shine, μόχθοι νεότατ' ἐπέλαμψαν μυρίοι (so L.Dind. for μυρίοις) Pi.Fr. 172 (dub. l.);τὸ ἀγαθὸν πᾶσιν ἐ. τοῖς νοητοῖς ἀλήθειαν Plot.4.7.10
:—[voice] Pass., shine upon,λόφῳ -ελάμπετο πήληξ A.R.2.920
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλάμπω
См. также в других словарях:
επιλάμπω — ἐπιλάμπω (Α) [λάμπω] 1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.) 2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω 3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.) 4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» έλαμπε η… … Dictionary of Greek